- ομοτύραννος
- ὁμοτύραννος και, κατά δ. γρφ., ὁμοιοτύραννος, -ον (Α)αυτός που μετέχει σε τυραννίδα με κάποιον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοτυράννων — ὁμοτύραννος fellow tyrant masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομοιοτύραννος — ὁμοιοτύραννος, ὁ (Α) (δ.γρφ.) βλ. ομοτύραννος … Dictionary of Greek